κλίμα

κλίμα
κλίμα, ατος, τό (s. κλίνω; Aristot. et al.; BGU 1549, 7; 1550, 5 [III B.C.]; Judg 20:2 A; EpArist. On the accent s. B-D-F §13; 109, 3; Mlt-H. 57; 354) district (Polyb. 5, 44, 6; 7, 6, 1; OGI 519, 18; Philo; Jos., Bell. 5, 506, Ant. 14, 401; SibOr 5, 339) τὰ κ. τῆς Ἀχαίας the region of Achaia, the province in its entirety 2 Cor 11:10. τὰ κ. τῆς Συρίας καὶ τῆς Κιλικίας Gal 1:21. ἐν τοῖς κ. τούτοις in these regions Ro 15:23.—On νερτέρων ἀνεκδιήγητα κλίματα 1 Cl 20:5, s. ἀνεκδιήγητος.—DELG s.v. κλίνω. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κλίμα — inclination neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλίμα — Το σύνολο των μετεωρολογικών καταστάσεων μιας μακροχρόνιας περιόδου, που χαρακτηρίζουν τη μέση ατμοσφαιρική κατάσταση ενός τόπου ή μιας μεγάλης περιοχής της επιφάνειας της Γης, σε συσχετισμό με τις διακυμάνσεις πολυάριθμων κλιματικών στοιχείων,… …   Dictionary of Greek

  • κλίμα — το, ατος το σύνολο των μετεωρολογικών συνθηκών που επικρατούν σ έναν τόπο και αποτελούν τη μέση ατμοσφαιρική κατάστασή του: Το κλίμα είναι ορεινό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεσογειακό κλίμα — Ειδικός τύπος κλίματος, που χαρακτηρίζεται από ζεστά και ξηρά καλοκαίρια, ποικίλης διάρκειας, και ψυχρούς και υγρούς χειμώνες· οι βροχοπτώσεις παρουσιάζουν υψηλή διακύμανση από χρόνο σε χρόνο, ενώ η ηλιακή ακτινοβολία είναι έντονη, ιδιαίτερα το… …   Dictionary of Greek

  • κλίμ' — κλίμα , κλίμα inclination neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιματίζω — [κλίμα] εξασφαλίζω σε κλειστό χώρο καθορισμένες συνθήκες θερμοκρασίας, υγρασίας, κυκλοφορίας και καθαρότητας τού αέρα ανεξάρτητα από τις εξωτερικές συνθήκες …   Dictionary of Greek

  • κλιμάτεσσι — κλίμα inclination neut dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιμάτων — κλίμα inclination neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλίμασι — κλίμα inclination neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλίμασιν — κλίμα inclination neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλίματα — κλίμα inclination neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”